- εκχυδαΐζω
- εκχυδάισα, εκχυδαΐστηκα, εκχυδαϊσμένος, μτβ., κάνω κάτι από ευγενικό ή σεμνό χυδαίο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εκχυδαΐζω — εκχυδαΐζω, εκχυδάισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκχυδαΐζω — 1. κάνω κάτι εντελώς χυδαίο («εκχυδαΐζει τη γλώσσα») 2. παθ. εκχυδαΐζομαι γίνομαι χυδαίος 3. εκλαϊκεύω, υπεραπλουστεύω … Dictionary of Greek
δημοτικίζω — 1. μιλώ ή γράφω τη δημοτική γλώσσα 2. (κατά τους λεγόμενους καθαρολόγους ή καθαρευουσιάνους) εκχυδαΐζω την Ελληνική, μαλλιαρίζω 3. συμπαθώ τον δημοτικισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
εκχυδάιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα τού εκχυδαΐζω* … Dictionary of Greek
προστυχεύω — και προστυχαίνω Ν [πρόστυχος] 1. μτφ. α) καθιστώ κάτι πρόστυχο, εκχυδαΐζω β) χαλώ την ποιότητα ενός πράγματος («τον τελευταίο καιρό άρχισε να προστυχαίνει τα πράγματά του») 2. (αμτβ.) α) γίνομαι πρόστυχος β) (για ποιότητα) χειροτερεύω … Dictionary of Greek